άβολα

άβολα
Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η λουτρόπολη Μαρίνα ντι Α., μεγάλο κέντρο παραθερισμού. Το κέντρο της σικελικής πόλης Αβόλα, που ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή της από τον σεισμό του 1963.
* * *
επίρρ. [άβολος]
1. όχι άνετα, όχι αναπαυτικά
2. απρόσφορα, ακατάλληλα
3. αντίξοα, «ανάποδα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβόλα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • ἄβολα — ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”